- γιαβρής
- ο και γιαβρί, το1. (κυρίως) νεογνό ζώου ή πτηνού2. (μτφ. για ανθρώπους) αγαπημένος, τρυφερός3. φρ. «γιαβρούμ!»(ως προσφώνηση στοργής) γιαβρί μου, αγάπη μου, μωρό μου!.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yavru].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιαβρούμ — βλ. γιαβρής … Dictionary of Greek